- μεθύετε
- μεθύωto be drunken with winepres imperat act 2nd plμεθύωto be drunken with winepres ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθύω — (ΑM μεθύω, Μ και μεθυῶ) [μέθυ] είμαι μεθυσμένος, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης μσν. κάνω κάποιον να μεθύσει αρχ. 1. είμαι ποτισμένος με κάτι («μεθύων ἐλαίῳ λύχνος», Βάβρ.) 2. κατέχομαι από κάποιο πάθος («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον.… … Dictionary of Greek